- προσδοκᾶται
- προσδοκάωexpectpres subj mp 3rd sgπροσδοκάωexpectpres ind mp 3rd sgπροσδοκάωexpectpres subj mp 3rd sgπροσδοκάωexpectpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδοκᾶτ' — προσδοκᾶτε , προσδοκάω expect pres imperat act 2nd pl προσδοκᾶτε , προσδοκάω expect pres subj act 2nd pl προσδοκᾶτε , προσδοκάω expect pres ind act 2nd pl προσδοκᾶτε , προσδοκάω expect pres imperat act 2nd pl προσδοκᾶτε , προσδοκάω expect pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπροσδόκητος — εὐπροσδόκητος, ον (ΑΜ) αυτός που προσδοκάται ευχάριστα, που αναμένεται ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ δοκώ (πρβλ. α προσ δόκητος)] … Dictionary of Greek
προσδοκήσιμος — ον, Α [προσδοκῶ] αυτός που προσδοκάται, ο αναμενόμενος … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek